- κέκρικα
- решиля решил
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
κέκρικα — κρίνω separate perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρίκασι — κεκρίκᾱσι , κρίνω separate perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρίκασιν — κεκρίκᾱσιν , κρίνω separate perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέκρικ' — κέκρικα , κρίνω separate perf ind act 1st sg κέκρικε , κρίνω separate perf imperat act 2nd sg κέκρικε , κρίνω separate perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)